- ἰταμεύομαι
- ἰτᾰμ-εύομαι [pron. full] [ῐ],A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιταμεύομαι — ἰταμεύομαι (Α) [ιταμός] (αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα … Dictionary of Greek
ἰταμευσάμενοι — ἰταμεύομαι to be aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμευόμενοι — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμευόμενος — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek